σωματοπλαστικός

σωματοπλαστικός
-ή, -ό
1. αυτός που πλάθει το σώμα.
2. το θηλ. ως ουσ., σωματοπλαστική υπονοεί κλάδο της χειρουργικής που με εγχειρήσεις βελτιώνει ατέλειες του σώματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σωματοπλαστικός — ή, όν, Μ [σωματοπλαστώ] αυτός που πλάθει σώματα …   Dictionary of Greek

  • σωματοπλαστικοῦ — σωματοπλαστικός forming bodies masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”